- ἐπικάθηνται
- ἐπικάθημαιsitpres ind mid 3rd plἐπικάθημαιsitpres ind mid 3rd pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κονιορτός — ο (ΑM κονιορτός) σκόνη, σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτός («ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (μετεωρ. γεωλ.) το σύνολο τών τεμαχιδίων τής σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα κυρίως στρώματα τής γήινης… … Dictionary of Greek
ποδοκύτταρο — το, Ν 1. βιολ. επιθηλιακό κύτταρο τής κάψας τού Μπάουμαν στα νεφρά 2. στον πληθ. τα ποδοκύτταρα ανατ. επιθηλιακά κύτταρα που επικάθηνται με ποδοειδείς προσεκβολές στη βασική μεμβράνη τού έσω πετάλου τού βωμάνειου ελύτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
συμπέσσω — και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α 1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.) 2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω 3. εκκολάπτω 4. ευνοώ την πέψη 5. παθ. συμπέσσομαι… … Dictionary of Greek